- κολπίτης
- κολπ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A dwelling on a bay, Philostr.VA3.35, 6.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολπίτης — κολπίτης, ὁ (Α) [κόλπος] αυτός που κατοικεί κοντά σε θαλάσσιο κόλπο … Dictionary of Greek
κολπίτης — dwelling on a bay masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπίτας — κολπίτᾱς , κολπίτης dwelling on a bay masc acc pl κολπίτᾱς , κολπίτης dwelling on a bay masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek